- ηχομετρία
- η1. (τεχν.) η τεχνική τής μέτρησης τού ήχου2. φυσ. η συγκριτική μελέτη τής διάρκειας, τής έντασης και τού ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono- < son «ήχος» + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.